- φαντασμαγορικός
- η , ό[ν] фантасмагорический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαντασμαγορικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαντασμαγορία, αυτός που έχει τον χαρακτήρα φαντασμαγορίας, εξαιρετικά ωραίος και εντυπωσιακός («φαντασμαγορική θέα»). επίρρ... φαντασμαγορικώς και φαντασμαγορικά Ν με φαντασμαγορικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φαντασμαγορικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με φαντασμαγορία (βλ. λ.), ο φανταστικά ωραίος, ο θεαματικός, ο πανοραματικός, ο μαγικός: Φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανοραμικός — ή, ό [πανόραμα] 1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη») 2. (κατ επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός 3. φρ. «πανοραμική λήψη» κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία … Dictionary of Greek